Ο Σιντάρτα Γκωτάμα μεγάλωσε μέσα στα πλούτη, τις ανέσεις και τις ηδονές, χωρίς ποτέ να βγει από το βασίλειό του κι έτσι να γνωρίσει τα κακά και τις δυστυχίες του κόσμου. Παρόλες τις αυστηρές προφυλάξεις του πατέρα του, το μοιραίο συνέβη σε μια έξοδο του Σιντάρτα από το βασίλειο που ήταν κλεισμένος κι έτσι αντιμετώπισε σταδιακά τα 4 σημάδια: έναν γέρο, έναν άρρωστο, έναν νεκρό κι έναν άγιο – δηλαδή τα γηρατειά, την αρρώστια, τον θάνατο και την προσπάθεια του φιλοσόφου να βρει μια λύση σ’ όλα αυτά. Η καρδιά του Σιντάρτα συγκλονίστηκε και συγκινήθηκε. Ο πόνος του ήταν μεγάλος όταν πληροφορήθηκε πως κανείς άνθρωπος δε μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτές τις καταστάσεις.

«Πώς μπορώ να είμαι χαρούμενος, όταν γύρω μου υπάρχουν όντα που γερνούν, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν;»

Έγινε, Σανυάσι δηλαδή μοναχός-ασκητής και γυρνούσε από δάσκαλο σε δάσκαλο αλλά δεν έπαιρνε την απάντηση που ήθελε. Αναλώθηκε επί χρόνια σε αυστηρή πειθαρχία, σε διαλογισμούς, σε ασκήσεις αλλά μάταια. Όταν είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτα του πέρασε από το μυαλό ο πειρασμός να τα αφήσει όλα αυτά και να ξαναγυρίσει στην παλιά ζωή του. Ο ίδιος όμως μετά το απόρριψε, λέγοντας ότι: «Ο θάνατος είναι καλύτερος από μια ζωή φυτού μες την αμάθεια, είναι καλύτερα να πεθάνει κανείς στο πεδίο της μάχης παρά να ζει μια ζωή ηττημένου.»

Συνέχισε τις ασκήσεις και τους διαλογισμούς του, αλλά είχε εξασθενίσει τόσο πολύ, αφού έτρωγε μονάχα κάτι ρίζες και καρπούς, που κινδύνεψε να πεθάνει. Τον έσωσε η κόρη ενός βοσκού που περνούσε από κει και του πρόσφερε μια κούπα ρύζι να φάει. Ο Σιντάρτα το έφαγε, δυνάμωσε αμέσως και κατάλαβε πως οι ακραίες καταστάσεις δεν είναι ευεργετικές: ούτε η υπερβολική αυστηρότητα από τη μια, αλλά ούτε κι οι υπερβολικές ηδονές από την άλλη, οδηγούν στην Απελευθέρωση και στη Σοφία.

Μονάχα η Ατραπός του Μέσου είναι σύμφωνη με την Ατραπό του Νόμου, του Ντάρμα.

Έτσι, δυναμωμένος πλέον, συνέχισε τους διαλογισμούς του. Αντιμετώπισε ένα πλήθος δοκιμασιών κι εμποδίων από το Μάρα, άρχοντα των επιθυμιών, του θανάτου κι εχθρού της αλήθειας (κάτι αντίστοιχο με το Διάβολο στον Χριστιανισμό). Ο Μάρα, συνοδευμένος από τις 3 κόρες του, τους πειρασμούς, κι ένα πλήθος κακοποιών δαιμόνων έκανε τα πάντα για να τρομάξει το Σιντάρτα, αλλά αυτός σταθερός σαν βράχος δεν επηρεάστηκε καθόλου. Ξεπέρασε όλα τα εμπόδια και τους πειρασμούς που του έβαλε και τελικά κατάφερε να φωτιστεί κάτω από το δέντρο Βoddhi, το δέντρο της Σοφίας συμβολικά. Κι από Σιντάρτα έγινε Βούδας δηλ. «Φωτισμένος».

Ο Βούδας δεν ήταν ούτε Θεός ούτε κάποια ενσάρκωσή του. Ήταν μόνο ένα ανθρώπινο ον, που εξαιτίας της συμπόνιας για τα όντα που υποφέρουν πέρασε δυσκολίες και κακουχίες. Κατάκτησε την απελευθέρωση, την Νιρβάνα, όχι για χάρη του, αλλά για χάρη της ανθρωπότητας. Βουδιστικές πηγές αναφέρουν ότι αρνήθηκε να μπει στη Νιρβάνα μέχρι να μπει κι ο τελευταίος άνθρωπος. Υπάρχει μεγαλύτερη θυσία απ’ αυτή;

Φωτισμένος πλέον ο Βούδας πραγματοποίησε την πρώτη του διδασκαλία στο Μπεναρές, στους 5 ασκητές με τους οποίους πέρασε ένα μέρος της αναζήτησής του παλαιότερα. Τους μίλησε για τις 4 μεγάλες αλήθειες που είχε ανακαλύψει. H πρώτη από τις 4 Μεγάλες Αλήθειες είναι αυτή που αναφέρεται στο Ντούκχα, δηλαδή στον πόνο και στην συνειδητοποίηση του πόνου.

«Και να, Ω Μπίκου, η Ευγενής Αλήθεια για τον πόνο:
Η γέννηση είναι πόνος, τα γηρατειά είναι οδυνηρά
Η αρρώστεια είναι οδυνηρή, ο θάνατος είναι οδυνηρός,
Το άγχος, η στενοχώρια είναι οδυνηρά.

Η ένωση με το δυσάρεστο είναι οδυνηρή,
ο αποχωρισμός από αυτά που αγαπάμε είναι οδυνηρός.
Οδυνηρό είναι να μην αποκτούμε αυτά που επιθυμούμε.»

H δεύτερη αναφέρεται στην αιτία του πόνου: «Αυτό που μας οδηγεί στο να ξαναγεννιόμαστε είναι η δίψα, που συνοδεύεται από την προσκόλληση, στην ευχαρίστηση, βρίσκοντας την ευχαρίστηση εδώ κι εκεί, είναι η δίψα της επιθυμίας, η δίψα της ύπαρξης, η δίψα της ανυπαρξίας.»